- παλμός
- animation
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
παλμός — quivering motion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλμός — Κραδασμός, δόνηση. Για την καρδιά, ο όρος υποδηλώνει τον σφυγμό. Καρδιακός π. σημαίνει την περιοδική και ρυθμική λειτουργία της καρδιάς. * * * ο (ΑΜ παλμός) [πάλλω] 1. παλινδρομική τρομώδης κίνηση μικρής διάρκειας και μικρού εύρους, τρέμουλο… … Dictionary of Greek
παλμοῖς — παλμός quivering motion masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλμοί — παλμός quivering motion masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλμοῦ — παλμός quivering motion masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλμούς — παλμός quivering motion masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλμῶν — παλμός quivering motion masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλμῷ — παλμός quivering motion masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλμόν — παλμός quivering motion masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
λαβίδα — Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων. φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται… … Dictionary of Greek